- προγιαγιά
- η, Νη μητέρα τής γιαγιάς ή τού παππού κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανιόντες — Οι συγγενείς εξ αίματοςεξ αγχιστείας από την ευθεία γραμμή προς τα πάνω, δηλαδή γεννήτορες και προγεννήτορες (πατέρας, μητέρα, παππούς, γιαγιά, προπάππος, προγιαγιά κλπ.). Εκτός από την ψυχική και ηθική σχέση ανάμεσα στους α. και τους κατιόντες,… … Dictionary of Greek
ανιών — Ονομασία υδραγωγείου στην αρχαία Ρώμη. Παρείχε στην πόλη νερό από τον ποταμό Ανιήνα. Ο παλαιός Α. (Aniovetus) κατασκευάστηκε το 272 π.Χ. με πόρους από τα λάφυρα που πήραν οι Ρωμαίοι από τον Πύρρο. Ο νέος Α. (Anionovus ή Aqua Anio nova) άρχισε να… … Dictionary of Greek
γιαγιά — και υποκορ. γιαγιάκα, η 1. η μητέρα τού πατέρα ή τής μητέρας 2. (ως προσηγορία ηλικιωμένων γυναικών γενικά) σεβαστή γριούλα 3. (σπάν.) η αδελφή τής γιαγιάς, η μεγάλη θεία 4. φρ. «μεγάλη γιαγιά ή προγιαγιά» η μητέρα τής γιαγιάς, η προμάμμη.… … Dictionary of Greek
προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη … Dictionary of Greek
προμάμμη — η, ΝΑ [μάμμη] προγιαγιά … Dictionary of Greek
προμήτωρ — ορος, ἡ, ΝΜΑ, και δωρ. τ. προμάτωρ Α 1. η πρώτη μητέρα μιας γενιάς (α. «η κοινή προμήτωρ τού ανθρώπινου γένους, η Εύα» β. «Κύπρις ἅτ εἶ γένους προμάτωρ», Αισχύλ.) νεοελλ. η προγιαγιά αρχ. 1. (ως αρσ.) ὁ προμήτωρ (κατά τον Ησύχ.) «ὁ ἐκ μητρὸς… … Dictionary of Greek
πρόμαια — ἡ, Α η προ προγιαγιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + μαῖα «γιαγιά»] … Dictionary of Greek
τριμάμμη — ἡ, Μ η προγιαγιά τών γονέων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + μάμμη «γιαγιά»] … Dictionary of Greek
τρισμάμμη — η, Ν η προμάμμη, η προγιαγιά τού πατέρα ή τής μάνας, αλλ. τριμμάμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ / τρι * + μάμμη «γιαγιά»] … Dictionary of Greek
Αγαρίστη — (6ος αι. π.Χ.). Ιστορικό πρόσωπο Κόρη του περίφημου τύραννου της Σικυώνας Κλεισθένη, σύζυγος του Μεγακλή, από το γένος των Αλκμεωνιδών της Αθήνας, και μητέρα του Κλεισθένη, του γνωστού μεταρρυθμιστή της Αθήνας. Από το ίδιο γένος των Αλκμεωνιδών… … Dictionary of Greek